Φρένο στη διανομή των υπερπλεονασμάτων των επόμενων ετών, στην οποία ήδη ποντάρουν κυβερνητικά στελέχη, βάζει η έκθεση συμμόρφωσης της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την 4η αξιολόγηση, που δημοσιεύθηκε χθες, ενόψει του σημερινού Eurogroup. Η Κομισιόν αφενός ξεκαθαρίζει ότι οι όποιες παροχές και φοροελαφρύνσεις πρέπει πρώτα να συμφωνηθούν μαζί της και αφετέρου εκτιμά ότι τα υπερπλεονάσματα θα είναι αρκετά μικρότερα από αυτά που προβλέπει η κυβέρνηση.
Επίσης, η έκθεση προαναγγέλλει δύο νέες αναπροσαρμογές των αντικειμενικών τιμών το 2019 και το 2020, ώστε να προσαρμοστούν πλήρως με τις εμπορικές.
Σχετικά με τις φοροελαφρύνσεις και τις κοινωνικές παροχές, τις οποίες υπόσχεται η κυβέρνηση, αξιοποιώντας τον «δημοσιονομικό χώρο», δηλαδή τα υπερπλεονάσματα του 2019 και μετά, η έκθεση αναφέρει ότι δεν έχουν ληφθεί υπ’ όψιν στις προβλέψεις των θεσμών και ότι πρέπει να συμφωνηθούν με αυτούς, στο πλαίσιο του προϋπολογισμού του 2019, στο τέλος του χρόνου.
«Σε γενικές γραμμές», αναφέρει η έκθεση, «τα μέτρα αυτά αναμένεται να περιλάβουν μειώσεις φόρων για την τόνωση της ανάπτυξης και στοχευμένα κοινωνικά μέτρα, αλλά οι λεπτομέρειες το πακέτου δεν έχουν συγκεκριμενοποιηθεί. (...) Η πρόβλεψη των ευρωπαϊκών θεσμών ενσωματώνει μόνο μέτρα που ανακοινώθηκαν αξιόπιστα και εξειδικεύτηκαν σε επαρκή λεπτομέρεια. Αυτά τα επιπλέον μέτρα επομένως εξαιρούνται από την πρόβλεψη σ’ αυτό το στάδιο και θα χρειαστεί να συμφωνηθούν ως μέρος του προϋπολογισμού του 2019 στο τέλος του χρόνου».
Η Κομισιόν επικαλείται κι έναν ακόμη λόγο για να συστήσει «σύνεση στην ανάληψη δεσμεύσεων για τον δημοσιονομικό χώρο που προβλέπεται να προκύψει τα επόμενα χρόνια»: τις αβεβαιότητες που υπάρχουν στο σενάριό της, μεταξύ άλλων εξαιτίας και των αναμενόμενων αποφάσεων του Συμβουλίου Επικρατείας για τα μισθολογικά και συνταξιοδοτικά θέματα. Ηδη, οι πρόσφατες αποφάσεις του Συμβουλίου δημιούργησαν υποχρεώσεις 0,4% του ΑΕΠ και η έκθεση αναφέρει ότι οι σχετικοί πόροι «εξοικονομήθηκαν» από το πρόγραμμα δημοσίων επενδύσεων.
Σημειώνεται ότι η κυβέρνηση έχει ήδη υποσχεθεί 700 εκατ. ευρώ φοροελαφρύνσεις το 2019 και στη συνέχεια, το 2020, κατανομή του υπερπλεονάσματος κατά 75% για φοροελαφρύνσεις και 25% για κοινωνικές παροχές και το 2021 και 2022 ισόποσα μεταξύ φοροελαφρύνσεων και κοινωνικών παροχών.
Οι προβλέψεις της Κομισιόν, άλλωστε, διαφοροποιούνται από αυτές του μεσοπρόθεσμου προγράμματος σε ό,τι αφορά τα πρωτογενή πλεονάσματα των επόμενων ετών. Συγκεκριμένα, προβλέπουν πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% του ΑΕΠ για φέτος (έναντι 3,56% του ΑΕΠ της κυβέρνησης), 3,8% του ΑΕΠ για το 2019 (έναντι 3,96% της κυβέρνησης), 3,8% του ΑΕΠ για το 2020 (έναντι 4,15% της κυβέρνησης), 4,1% του ΑΕΠ για το 2021 (έναντι 4,53% της κυβέρνησης) και 4,3% του ΑΕΠ για το 2022 (έναντι 5,19% της κυβέρνησης). Δηλαδή, βλέπει κι αυτή υπερπλεονάσματα, αλλά όχι τόσο μεγάλα. Συνολικά, ο «δημοσιονομικός χώρος» που βλέπει η Κομισιόν έως το 2022 είναι σχεδόν 4 δισ. ευρώ μικρότερος από αυτόν της κυβέρνησης. Ακόμη, η έκθεση συμμόρφωσης πιστοποιεί άλλη μία φορά ότι τα μέτρα της μείωσης των συντάξεων το 2019 και του αφορολογήτου το 2020 είναι δεδομένα.
Στις προβλέψεις τους, οι ευρωπαϊκοί θεσμοί έχουν συνυπολογίσει και άλλες δεσμεύσεις που έχει αναλάβει η κυβέρνηση έως το 2022. Συγκεκριμένα, έχουν λάβει υπ’ όψιν τους διατήρηση της αναλογίας προσλήψεων προς αποχωρήσεις στο Δημόσιο 1 προς 1 από το 2019 και μετά, ελεγχόμενες αυξήσεις μέσου μισθού του Δημοσίου, περιορίζοντας τη συνολική αύξηση της μισθολογικής δαπάνης του, αύξηση των δαπανών υγείας στο όριο της αύξησης του πραγματικού ΑΕΠ, περιορισμούς στις αγορές αμυντικού εξοπλισμού και ολοκλήρωση των μεγάλων έργων σύμφωνα με τα χρονοδιαγράμματα.
Η έκθεση διαπιστώνει υλοποίηση των 88 προαπαιτουμένων της τελευταίας αξιολόγησης και ανάβει έτσι το πράσινο φως για μια απόφαση εκταμίευσης της δόσης σήμερα απ’ τους υπουργούς Οικονομικών. «Οι προϋποθέσεις υπάρχουν για μια επιτυχή ολοκλήρωση του προγράμματος του ESM», αναφέρει.
Παράλληλα, στέλνει το μήνυμα ότι η παρακολούθηση θα συνεχιστεί, κάνοντας ειδική αναφορά στην ενισχυμένη εποπτεία, η οποία θα αποτελέσει το πλαίσιο «για να διασφαλίσει την ολοκλήρωση, συνέχιση και εκτέλεση των μεταρρυθμίσεων σε όλους τους τομείς πολιτικής».
kathimerini.gr