Δύο σπουδαίες φωνές του ελληνικού πενταγράμμου σίγησαν σαν σήμερα 17 Απριλίου, εκείνη του Δημήτρη Μητροπάνου πριν πέντε χρόνια κι αυτή του Νίκου Παπάζογλου πριν έξι.
Και οι δύο διέγραψαν σημαντική διαδρομή στον χώρο της μουσικής, αφήνοντας πίσω τους σπουδαία παρακαταθήκη με τα τραγούδια τους, πριν «νικηθούν» από ασθένειες, την ίδια μέρα, με έναν χρόνο διαφορά.
Kompoloi
Πρώτος «έφυγε» ο Νίκος Παπάζογλου, το 2011, λίγο καιρό μετά τον θάνατο του συνεργάτη του, Μανώλη Ρασούλη, κι ακολούθησε ακριβώς έναν χρόνο μετά ο Δημήτρης Μητροπάνος.
Ποιος ήταν ο Νίκος Παπάζογλου
Γεννημένος στη Θεσσαλονίκη το 1948, ο Νίκος Παπάζογλου ξεκίνησε την καριέρα του τη δεκαετία του 1960 κάνοντας ένα πέρασμα από τους Olympians και τους Zealot. Συνεργάστηκε για χρόνια με τους Διονύση Σαββόπουλο, Μανώλη Ρασούλη και Νίκο Ξυδάκη, ενώ το ευρύ κοινό τον γνώρισε και τον αγάπησε μέσα από το δίσκο του με τον Μανώλη Ρασούλη «Η εκδίκηση της γυφτιάς».
Τραγούδια του τραγούδησαν πολλοί μεγάλοι Έλληνες τραγουδιστές και επίσης στήριξε αρκετούς καλλιτέχνες και συγκροτήματα στα πρώτα τους βήματα μέσα από το στούντιό του, το Αγροτικόν, στη Θεσσαλονίκη. Ο Νίκος Παπάζογλου συμμετείχε σε πολλούς δίσκους που δημιουργήθηκαν σε αυτό το στούντιο, ως παραγωγός, ηχολήπτης, ενορχηστρωτής και μουσικός.
Εκτός από την ιδιαίτερη χροιά της φωνής του, αυτό που χαρακτήριζε τον Νίκο Παπάζογλου ήταν το κόκκινο φουλάρι που φορούσε στο λαιμό σε όλες του τις εμφανίσεις.
Ποιος ήταν ο Δημήτρης Μητροπάνος
Ο Δημήτρης Μητροπάνος γεννήθηκε στην Αγία Mονή, μια συνοικία έξω από τα Τρίκαλα -από την οποία καταγόταν η μητέρα του- το 1948.
Μεγάλωσε χωρίς τον πατέρα του, τον οποίο γνώρισε στα 29 του χρόνια. Μέχρι τα 16 του νόμιζε πως είχε σκοτωθεί στον Εμφύλιο Πόλεμο, όταν ήρθε ένα γράμμα το οποίο έλεγε πως ζει στην Ρουμανία. Ο πατέρας του, σύμφωνα με πληροφορίες από τη Wikipedia καταγόταν από ένα χωριό της Καρδίτσας το Καππά. Από μικρός δούλευε τα καλοκαίρια για να βοηθήσει τα οικονομικά της οικογένειάς του. Πρώτα ως σερβιτόρος στην ταβέρνα του θείου του και ύστερα στις κορδέλες κοπής ξύλων. Μετά την τρίτη γυμνασίου, το 1964, μετέβη στην Αθήνα να ζήσει με τον θείο του στην οδό Aχαρνών. Προτού τελειώσει το γυμνάσιο άρχισε να εργάζεται ως τραγουδιστής. Παράλληλα, οργανώθηκε στη Νεολαία των Λαμπράκηδων, καθώς είχε ήδη πολιτικοποιηθεί από νωρίς, δεχόμενος μάλιστα απειλές ότι δε θα τον άφηναν να σπουδάσει λόγω των αριστερών του καταβολών.
Στην ίδια ηλικία, έπειτα από παρότρυνση του Γρηγόρη Μπιθικώτση, τον οποίο γνώρισε σε μία συγκέντρωση της εταιρίας του θείου του, στην οποία τραγούδησε, επισκέφτηκε την «Κολούμπια». Εκεί ο Τάκης Λαμπρόπουλος του γνώρισε τον Γιώργο Ζαμπέτα, δίπλα στον οποίο θα δουλέψει στα «Ξημερώματα». Τον Ζαμπέτα τον μνημονεύει ως μεγάλο του δάσκαλο και δεύτερο πατέρα. Όπως έχει δηλώσει, «ο Ζαμπέτας είναι ο μόνος άνθρωπος στο τραγούδι ο οποίος με βοήθησε χωρίς να περιμένει κάτι. Με όλους τους υπόλοιπους συνεργάτες μου κάτι πήρα και κάτι έδωσα». Το 1966 ο Μητροπάνος συναντάται, τυχαία, για πρώτη φόρα με τον Μίκη Θεοδωράκη και ερμηνεύει, στη θέση άλλου καλλιτέχνη που τότε ασθενούσε, μέρη από τη «Ρωμιοσύνη» και το «Άξιον Εστί» σε μια σειρά συναυλιών στην Ελλάδα και την Κύπρο.
Το 1967, ο Μητροπάνος ηχογραφεί τον πρώτο του 45άρη δίσκο, με το τραγούδι «Θεσσαλονίκη». Είχε προηγηθεί η ηχογράφηση του τραγουδιού «Χαμένη Πασχαλιά», το οποίο όμως λογοκρίθηκε από τη Χούντα και δεν κυκλοφόρησε ποτέ. Σημαντική ήταν η συνεργασία του με τη δισκογραφική εταιρεία ΜΙΝΟΣ-ΕΜΙ, με την οποία έκανε μια δεύτερη μεγάλη καριέρα.
Στην πορεία που χάραξε στο δρόμο του λαϊκού έντεχνου, το 1972 υπήρξε ένας σημαντικός σταθμός: ο συνθέτης Δήμος Μούτσης και ο ποιητής-στιχουργός Μάνος Ελευθερίου κυκλοφορούν τον «Άγιο Φεβρουάριο», με ερμηνευτές τον Μητροπάνο και την Πετρή Σαλπέα, σηματοδοτώντας ένα σταθμό στην ελληνική μουσική. Τον Ιούλιο του 1999, ο Μητροπάνος και ο Μούτσης θα ξαναβρεθούν επί σκηνής στο Ηρώδειο με την Δήμητρα Γαλάνη και την σοπράνο Τζούλια Σουγλάκου για δυο μουσικές βραδιές στα πλαίσια του Φεστιβάλ Αθηνών. Οι συναυλίες αυτές ηχογραφούνται ζωντανά και κυκλοφορούν σε διπλό CD δύο μήνες αργότερα. Ακολουθούν «Ο Δρόμος για τα Κύθηρα» του Γιώργου Κατσαρού και «Τα συναξάρια» του Γιώργου Χατζηνάσιου, έργα υψηλής ποιότητας αλλά και μεγάλης απήχησης στην ελληνική κοινωνία.
Στη μακρόχρονη πορεία του στο ελληνικό τραγούδι, ο Δημήτρης Μητροπάνος συνεργάστηκε με τους μεγαλύτερους δημιουργούς του λαϊκού αλλά και του έντεχνου τραγουδιού. Γιώργος Ζαμπέτας, Μίκης Θεοδωράκης, Δήμος Μούτσης, Απόστολος Καλδάρας, Λάκης Παπαδόπουλος, Μάριος Τόκας, Σπύρος Παπαβασιλείου, Τάκης Μουσαφίρης, Χρήστος Νικολόπουλος, Γιάννης Σπανός ήταν οι συνθέτες με τους οποίους συνδέθηκε επαγγελματικά, χτίζοντας μια καριέρα συνυφασμένη με την ελληνική λαϊκή μουσική παράδοση, μέχρι και τα τέλη της δεκαετίας του 1980.
Η συμμετοχή του σε δίσκους των Λάκη Παπαδόπουλου (με το τραγούδι «Για να σ’ εκδικηθώ») και Νίκου Πορτοκάλογλου («Κλείνω κι έρχομαι») αναδεικνύουν εκείνη την εποχή την ευρεία γκάμα της ερμηνείας του και προαναγγέλλουν μια στροφή στον τρόπο ερμηνείας του, που θα οδηγήσει σε μια σειρά από δίσκους που άλλαξαν σε μεγάλο βαθμό την έννοια του καλού σύγχρονου λαϊκού τραγουδιού. Οι συνεργασίες με τον Μάριο Τόκα και το Φίλιππο Γράψα («Η εθνική μας μοναξιά» το 1992 και «Παρέα με έναν ήλιο» το 1994) συνδυάζουν τη λαϊκή υφή και συναίσθημα με τη πιο βαθιά έννοια στίχων και τη χρησιμοποίηση λέξεων πιο επιτηδευμένων. Παράλληλα, η απήχηση των τραγουδιών στην κοινωνία και η εμπορική επιτυχία αναδεικνύουν αυτές τις δημιουργίες ως εργαλεία αλλά και συμπτώματα της εξέλιξης της ελληνικής κοινωνίας.
Η πολύ σημαντική συνεργασία με τον Θάνο Μικρούτσικο τον δίσκο «Στου Αιώνα την Παράγκα», σε στίχους Άλκη Αλκαίου, Κώστα Λαχά, Λίνας Νικολακοπούλου και Γιώργου Κακουλίδη, αποτελεί στροφή του ερμηνευτή σε ακόμα πιο «έντεχνες» διαδρομές, διατηρώντας και πάλι την ταυτότητα του λαϊκού.
Ο Μητροπάνος συνεχίζει στα ίδια μονοπάτια, με τραγούδια των Μικρούτσικου, Κορακάκη, Μουκίδη, Παπαδημητρίου κ.α. στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του 1990 και στις αρχές του 2000. Από τις τελευταίες δουλειές του Θεσσαλού αοιδού, ξεχωρίζει το «Πες μου τ’ αληθινά σου» σε μουσική Στέφανου Κορκολή και στίχους Ελεάνας Βραχάλη και Νίκου Μωραΐτη, αλλά και η ζωντανή ηχογράφηση «Υπάρχει και το ζεϊμπέκικο», από το πρόγραμμα – ωδή στον εθνικό χορό της Ελλάδας μαζί με τους Θέμη Αδαμαντίδη και Δημήτρη Μπάση, καθώς επίσης και ο δίσκος «Στη Διαπασών», ο οποίος περιέχει 12 λαϊκά τραγούδια και μια μπλουζ μπαλάντα. Από τα τραγούδια του δίσκου ξεχωρίζει το τραγούδι «Η εκδρομή» του Γιάννη Μηλιώκα, το οποίο γράφτηκε για την επιστροφή του ερμηνευτή στη δισκογραφία μετά από ένα σοβαρό πρόβλημα υγείας.
[cnn.gr]