Τι σχέση έχει ένας καταστροφικός παγετός στη Βραζιλία, τα περιοριστικά μέτρα για την ανάσχεση του κορωνοϊού στη Χο Τσι Μινχ και οι πλημμύρες στη νοτιοανατολική Ασία με το «καλάθι» μιας ελληνικής οικογένειας; Οσο κι αν μοιάζει περίεργο, δυστυχώς μεγάλη, καθώς οι τιμές σειράς τελικών προϊόντων διατροφής που καταναλώνονται στην Ελλάδα εξαρτώνται σημαντικά από τις τιμές των πρώτων υλών οι οποίες παράγονται σε άλλες χώρες. Τα όσα συμβαίνουν τους τελευταίους μήνες με τις διεθνείς τιμές του καφέ, της ζάχαρης, των σιτηρών, του ρυζιού, των ζωοτροφών, αλλά ακόμη και των τυροκομικών προϊόντων δημιουργούν ήδη πληθωριστικές πιέσεις σε βασικά τρόφιμα και στην Ελλάδα –ήδη τον Ιούλιο καταγράφηκαν αυξήσεις έως και 16,32% σε προϊόντα διατροφής, όπως τα σπορέλαια– οι οποίες δεν αποκλείεται να ενταθούν περαιτέρω το επόμενο διάστημα.
Τα όσα συμβαίνουν με τις διεθνείς τιμές των τροφίμων έρχονται να προστεθούν στις υπέρογκες ανατιμήσεις σειράς άλλων πρώτων υλών –πλαστικών, μεταλλευμάτων, χημικών, ενεργειακών προϊόντων– και των πολλαπλάσιων ναύλων για τη μεταφορά εμπορευματοκιβωτίων από την Κίνα, προκαλώντας την τέλεια καταιγίδα. Μάλιστα, αν και οι αρχικές εκτιμήσεις διεθνών οργανισμών και θεσμικών φορέων έκαναν λόγο για αποκλιμάκωση των τιμών μέσα στο 2021, κάτι τέτοιο δεν φαίνεται ορατό στο άμεσο μέλλον και πολλοί φοβούνται ότι η επίδραση των ανατιμήσεων σε πρώτες ύλες και μεταφορικό κόστος στις τελικές τιμές καταναλωτή θα διαρκέσει τουλάχιστον έως την άνοιξη του 2022. Μάλιστα, ακόμη κι αν υπάρξει διόρθωση των τιμών, αυτές, σύμφωνα με τους ανθρώπους της αγοράς, θα παγιωθούν σε υψηλότερα επίπεδα σε σύγκριση με το 2020.
Ηδη έως τώρα στην Ελλάδα, με βάση τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής (ΕΛΣΤΑΤ), έχουν καταγραφεί ανατιμήσεις σε σύγκριση με το περυσινό καλοκαίρι στα βρώσιμα έλαια (σπορέλαια) κατά 16,32%, σε αρνί και κατσίκι κατά 13,21%, στα νωπά λαχανικά κατά 8%, στα νωπά ψάρια κατά 6,58%, στα νωπά φρούτα κατά 5,19%, στα φρέσκα θαλασσινά κατά 4,39%, στα τυριά κατά 3,54%, στη μαργαρίνη και σε άλλα φυτικά λίπη κατά 3%, στο ελαιόλαδο κατά 2,61%, σε πίτσες και πίτες κατά 2,08%, στα ζυμαρικά κατά 1,83%, στις παιδικές τροφές κατά 1,73%, στα κατεψυγμένα ψάρια κατά 1,73%, στο αλεύρι κατά 1,69%, στις πατάτες κατά 1,21%. Και μόνο το γεγονός ότι έχει αυξηθεί υπέρμετρα η τιμή των καυσίμων, αυτό σημαίνει αυτομάτως ανατιμήσεις σε σειρά προϊόντων, καθώς αυξάνεται τόσο το κόστος παραγωγής όσο και το κόστος μεταφοράς. Υπενθυμίζεται ότι τον Ιούλιο του 2021 σε σύγκριση με τον Ιούλιο του 2020 καταγράφηκε αύξηση στην τιμή του φυσικού αερίου κατά 72,32%, στο πετρέλαιο κίνησης κατά 20,25% και στη βενζίνη κατά 16,8%.
To γεγονός ότι τον Αύγουστο οι διεθνείς τιμές σε σειρά πρώτων υλών γεωργικής και ζωικής παραγωγής αυξήθηκαν εκ νέου ύστερα από μία σχετική μείωση τον Ιούνιο και τον Ιούλιο, σημαίνει ότι η μεγάλη άνοδος στις τιμές καταναλωτή ουσιαστικά τώρα ξεκινάει, δεδομένου μάλιστα ότι τελειώνουν και τα όποια αποθέματα υπήρχαν. Ο Δείκτης Τιμών Τροφίμων του Οργανισμού Τροφίμων και Γεωργίας του ΟΗΕ (FAO) διαμορφώθηκε τον Αύγουστο στις 127,4 μονάδες, ενισχυμένος κατά 3,1% από τον Ιούλιο του 2021 και κατά 32,9% από τον Αύγουστο του 2020. Μάλιστα, αύξηση καταγράφεται σε όλους τους επιμέρους δείκτες τιμών (δημητριακά, γαλακτοκομικά, ζάχαρη, κρέατα, φυτικά λίπη), κάτι που σημαίνει ντόμινο ανατιμήσεων σε όλη τη βιομηχανία τροφίμων. Σε ό,τι αφορά το σιτάρι, από τα πλέον κρίσιμα προϊόντα στη βιομηχανία τροφίμων, τα παγκόσμια αποθέματα βρίσκονται στο χαμηλότερο επίπεδο της τελευταίας 5ετίας, γεγονός που οδηγεί σε ενίσχυση της τιμής, δεδομένης μάλιστα της μειωμένης παραγωγής, λόγω δυσμενών καιρικών συνθηκών, σε Ρωσία, ΗΠΑ και Καναδά.
Εκτός των τροφίμων, οι τιμές σε σειρά άλλων προϊόντων βρίσκονται σε ανοδική τροχιά, απόρροια των υψηλών τιμών των πρώτων υλών, του πολλαπλάσιου μεταφορικού κόστους και της καθυστέρησης στις παραδόσεις των πρώτων υλών, κάτι που με τη σειρά του αυξάνει το κόστος παραγωγής και επηρεάζει αρνητικά την ίδια ώρα τα περιθώρια κέρδους της βιομηχανίας. Ο δείκτης τιμών παραγωγού στη βιομηχανία αυξήθηκε κατά 13% τον Ιούλιο του 2021 σε σύγκριση με τον Ιούλιο του 2020, ενώ σε επιμέρους κλάδους –εξαιρουμένων πετρελαιοειδών– καταγράφηκαν επίσης πολύ σημαντικές αυξήσεις, μέρος των οποίων θα περάσει στη συνέχεια στις τιμές καταναλωτή και θα επηρεάσει και άλλους κλάδους, όπως για παράδειγμα τον κατασκευαστικό: 16,2% στην κατασκευή ηλεκτρολογικού εξοπλισμού, 10,3% στην κατασκευή μεταλλικών προϊόντων, 8,8% στην παρασκευή βασικών μετάλλων, 8% στη βιομηχανία ξύλου, 3,6% στη βιομηχανία πλαστικών, 2% στη χημική βιομηχανία.
Ο καφές
Αυξήσεις οι οποίες αναμένεται ότι θα κυμαίνονται από 1 έως 3 ευρώ ανά κιλό σε ό,τι αφορά την τιμή στο ράφι αναμένονται μέσα στο φθινόπωρο στον καφέ, καθώς τότε εκτιμάται ότι θα περάσει στην τιμή καταναλωτή η αλματώδης αύξηση που έχει επέλθει στην τιμή της πρώτης ύλης. Κι αυτό διότι η χρηματιστηριακή τιμή του καφέ στο χρηματιστήριο της Νέας Υόρκης έχει σχεδόν διπλασιαστεί λόγω του παγετού που έπληξε τις φυτείες καφέ στη Βραζιλία, τη Νο1 παραγωγό καφέ στον κόσμο, και τις διαταραχές που υπάρχουν σε άλλες χώρες παραγωγής λόγω κορωνοϊού, όπως στο Βιετνάμ. Το γεγονός δε ότι ακόμη δεν έχει γίνει γνωστό το εύρος της καταστροφής των καλλιεργειών στη Βραζιλία, έχει συνέπεια η αγορά να προεξοφλεί διαταραχές και στην επόμενη σοδειά, κάτι που σημαίνει διατήρηση των υψηλών τιμών και το 2022. Σε άλλες χώρες, όπως η Γερμανία, μια αγορά ενδεικτική για τις εξελίξεις στις τιμές καταναλωτή, ήδη έχουν επιβληθεί ανατιμήσεις στον καφέ από τις αρχές του καλοκαιριού της τάξης του 12%, δεδομένου ότι η άνοδος της διεθνούς τιμής έχει ξεκινήσει από τον Απρίλιο.
Τα σενάρια που συζητούνται στην Ελλάδα είναι αφενός η διατήρηση του ΦΠΑ 13% στον σερβιριζόμενο καφέ και μια πιθανή μείωση του Ειδικού Φόρου Κατανάλωσης, σενάρια όμως στα οποία θα πρέπει να συνυπολογισθεί το δημοσιονομικό κόστος. Τα έσοδα του κράτους μόνο από τον ΕΦΚ στον καφέ ήταν το 2019 134 εκατ. ευρώ, ενώ το 2020 διαμορφώθηκαν σε 127 εκατ. ευρώ, με τη μείωση να οφείλεται στα lockdowns. «Η μείωση ή η κατάργηση του ΕΦΚ θα μπορούσε να αντισταθμίσει τις επικείμενες αυξήσεις στις τιμές του καφέ», υποστήριξε από την πλευρά του, μιλώντας στην «Κ», ο Γιάννος Μπενόπουλος, πρόεδρος της Ελληνικής Ενωσης Καφέ και επικεφαλής της εταιρείας Cafetex.
Δήμητρα Μανιφάβα
www.kathimerini.gr