Και πώς να μην είναι δεμένος με ένα χώρο όπου έχει περάσει το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του, όπου εξακολουθεί να αποτελεί στέκι για τους φίλους του (τύχη αγαθή να δουλεύεις με παρέα και να καλαμπουρίζεις ) και το οποίο είναι σήμα κατατεθέν για μια ολόκληρη περιοχή.
«Να τον έχει ο Θεός καλά να συνεχίσει να δουλεύει για να μας φτιάχνει τα παπούτσια μας» μου είπε μια κυρία που συνάντησα στο χωριό οδηγώντας με πρόθυμα στο «τσαγκάρικο του Μελά» όπως το αποκαλεί η γειτονιά και όπως τον ζητάνε οι πελάτες που έρχονται και από την Πόθια ακόμη. Οι ευχές, η αγάπη των συμπατριωτών του και κυρίως η εμπιστοσύνη που δείχνουν στην τέχνη του και στις ικανότητές του, είναι αυτά που πηγαίνουν τον κ. Μικέ κάθε πρωί στο εργαστήρι του.

Άλλωστε είναι εκεί και οι φίλοι, εκεί και ένα από τα μικρότερα αδέλφια του που τον περιμένουν για να περάσουν μαζί του το πρωινό τους, «εκεί» και αγαπημένα πρόσωπα που έχουν φύγει από τη ζωή να τον κοιτάνε μέσα από παλαιά κάδρα κρεμασμένα σε ευδιάκριτα σημεία του μαγαζιού: οι γονείς του, η γυναίκα του, τα πολλά μαστορόπουλα που είχε κάποτε στη δούλεψή του και μαθαίναν την τέχνη του τσαγκάρη, όταν το επάγγελμα ήταν σε άνθηση.
Όταν στο χωριό υπήρχαν δέκα συνολικά τσαγκαράδικα και δούλευαν όλα καλά. «Δεν υπήρχαν έτοιμα παπούτσια. Κάθε οικογένεια έκανε την παραγγελία της κι εμείς δουλεύαμε από το πρωί μέχρι τις 11 το βράδυ για να προλάβουμε να βγάλουμε τη δουλειά».
Μαθητεύομενος σε Καλύμνιο στη Γάζα
Ο κ. Μικές Μελάς θυμάται το 1943 που μικρό παιδί βρέθηκε με τη 10μελή οικογένειά του (οι γονείς και τα οκτώ παιδιά τους) να ταξιδεύουν σε ένα καράβι για τη Γάζα γεμάτο με πρόσφυγες από τη Δωδεκάνησο.
Εκεί έμαθε την τέχνη του τσαγκάρη κοντά σε ένα συμπατριώτη του για να την εξασκήσει επιστρέφοντας στο νησί του έπειτα από επτά χρόνια. Δούλεψε στο τσαγκάρικο μέχρι το 1963 οπότε και αποφασίζει να φύγει για Γερμανία. «Έμεινα εκεί μέχρι το 1982 δουλεύοντας σε μια χαρτοποιία.
Είχα τρεις κόρες κι έπρεπε να φτιάξω τρία σπίτια για να κορίτσια μου. Δόξα το Θεό όλα πήγαν καλά. Επέστρεψα και άρχισα πάλι να δουλεύω το τσαγκάρικό μου. Ήταν καλές εποχές. Το νησί είχε πολύ κόσμο, μη βλέπεις τώρα που έχουν φύγει οι περισσότεροι για Αυστραλία, Αμερική, Γερμανία και έχουν μείνει μερικές χιλιάδες».
Τα φτιάχνω και δεν έρχονται να τα πάρουν
Όταν ρωτάω τον κ. Μικέ αν τα τελευταία χρόνια η δουλειά πάει καλύτερα λόγω κρίσης- με το σκεπτικό ότι πλέον δεν υπάρχουν χρήματα και ο κόσμος υποχρεώνεται να κάνει επιδιορθώσεις στα παπούτσια του και στα ρούχα του- μου δείχνει τις πολλές κρεμασμένες σακούλες που υπάρχουν πάνω από τον πάγκο του. «Μου τα φέρνουν να τους τα φτιάξω και δεν έρχονται να τα πάρουν. Έχω εδώ παπούτσια που έχω επιδιορθώσει εδώ και ένα χρόνο».
Και να πεις ότι κοστίζουν ακριβά; Την ώρα που μιλάγαμε μπήκε κάποιος πελάτης και έφυγε με δυο σακούλες παπούτσια (έξι ζευγάρια) πληρώνοντας μόλις 8 ευρώ. «Για τον κόπο μου δεν παίρνω λεφτά, μόνο για να βγάζω τα υλικά που χρησιμοποιώ. Ντρέπομαι να ζητήσω περισσότερα» μας λέει ο κ. Μικές, βοηθώντας όπως μπορεί τους ανθρώπους του χωριού, από τους οποίους χρόνια έφαγε ψωμί.
Τα… θυμιάτιζε για να του τα φορέσουν στο τελευταίο του ταξίδι
Όταν η κουβέντα έρχεται στα παπούτσια που φοράμε σήμερα και στην ποιότητά τους, ο κ. Μικές επιλέγει να μη σχολιάσει, αλλά να μοιραστεί μαζί μας την εξομολόγηση πελάτη και φίλου του που δεν είναι πια στη ζωή.
«Πέρασε μια μέρα από το μαγαζί μου και μου είπε πως τα παπούτσια που είχε παραγγείλλει και του έφτιαξα τα έχει φυλαγμένα και τα θυμιάτιζε ζητώντας από την οικογένειά του να του τα φορέσει όταν φύγει για το μεγάλο ταξίδι. Έτσι και έγινε».
Μπορεί και να υπάρξει διάδοχη κατάσταση
Πριν από χρόνια ο κ. Μικές προσπάθησε ένα καλοκαίρι να μάθει την τέχνη στον εγγονό του, «αλλά ήταν των γραμμάτων και δεν έμεινε». Κάποιο μαστορόπουλο που είχε παλαιά στη δούλεψή του έχει εκφράσει την επιθυμία να συνεχίσει την τέχνη του, χωρίς όμως κάτι να είναι σίγουρο. Το σίγουρο είναι πως ο κ. Μικές Μελάς έχει διατυπώσει την επιθυμία του το μαγαζάκι του, εκεί στην Παναγιά του χωριού, να μην αλλάξει χρήση.
Σήμερα ο δεύτερος τσαγκάρης στο νησί, είναι αδελφός του κ. Μικέ, ο 74χρονος Μανώλης Μελάς που διατηρεί επιδιορθωτήριο υποδημάτων και παράλληλα πουλά και καινούργια παπούτσια στην Πόθια, σε ένα από τους κάθετους δρόμους στον εμπορικό, κοντά στο ΚΑΠΗ.
Ο κ. Μανώλης έχει μάθει την τέχνη από τον αδελφό του Μικέ και το μαγαζί «Ο Μελαϊνος» το είχε ανοίξει για τον γιο του Νικόλα. Εκείνος όμως στην πορεία προτίμησε να μεταναστεύσει στην Αυστραλία όπου δουλεύει στην οικοδομή, με τον κ. Μανώλη να κρατά αυτός το κατάστημα.
Για την πορεία και το μέλλον της δουλειάς ο κ. Μανώλης μας επαναλαμβάνει όσα μας είπε ο μεγαλύτερος αδελφός του «δίνουν τα παπούτσια για φτιάξιμο και δεν έρχονται να τα πάρουν. Δεν έχουν ούτε 4 ευρώ να πληρώσουν, με όλους αυτούς τους φόρους, τον ΕΝΦΙΑ και το ρεύμα και το νερό. Δίνουν τα λεφτά τους αλλού, εκεί που επείγει και αφήνουν τα παπούτσια στο τσαγκάρικο για …μήνες».
kalymnosola.wordpress.com