ΑΝΩΝΥΜΟΙ ΗΡΩΕΣ
Η ιστορία του Χρήστου Γκούμα
Ο Χρήστος Γκούμας γεννήθηκε το έτος 1921 στην πόλη Ραιδεστό της Ανατολικής Θράκης. Το 1923 με την ανταλλαγή πληθυσμών που έγινε, βάσει της συνθήκης της Λωζάννης, μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας ήρθε με την οικογένειά του και εγκαταστάθηκε στην περιοχή της Κομοτηνής, στο προσφυγικό χωριό, Καβακλί.
Το έτος 1940, όταν ξέσπασε ο πόλεμος της Ελλάδας με την Ιταλία, ο Χρήστος βρέθηκε να πλεμά ως στρατιώτης στο μέτωπο της Αλβανίας. Εκεί παρέμεινε μέχρι την άνοιξη του 1941, έχοντας περάσει κρυοπαγήματα το βαρύ χειμώνα του ’40. Εν συνεχεία τον Απρίλιο του 1941 βρέθηκε στα οχυρά Ρούπελ, όπου πολέμησε γενναία τις ναζιστικές ορδές των Γερμανών εισβολέων στις 6 Απριλίου 1941. Στη μάχη αυτή των οχυρών σώθηκαν μόνο 9 στρατιώτες, μεταξύ των οποίων και ο Χρήστος Γκούμας. Συνελήφθη από τους Γερμανούς, οι οποίοι τον έστειλαν σε στρατόπεδο συγκέντρωσης στη Βουλγαρία, η οποία ήταν σύμμαχος των Γερμανών στο Β΄Παγκόσμιο Πόλεμο. Εκεί εργάστηκε σε καταναγκαστικά έργα. Από εκεί δραπετεύει μαζί με άλλους Έλληνες και ήρθε στην Ελλάδα περπατώντας ξιπόλητος μέσα από χιονισμένα βουνά. Φθάνοντας στο χωριό του, πληροφορήθηκε ότι ο πόλεμος είχε πια τελειώσει.
Ο Χρήστος από τα κρυοπαγήματα που είχε περάσει, μπήκε στο Νοσοκομείο για ένα χρονικό διάστημα. Τα κρυοπαγήματα του είχαν παραμορφώσει τα πόδια και αυτό το πρόβλημα τον συνόδευσε στην υπόλοιπη ζωή του.
Ακολούθησε ο αιματηρός Εμφύλιος Πόλεμος (1946-1949), που τον σημάδεψε βαθιά, γιατί συνέβη το παράδοξο: ο Κομμουνιστικός Στρατός επίταξε με το ζόρι το Χρήστο, την ώρα που ο αδελφός του, Θεόδωρος ήταν στρατιώτης με το Στρατό των Εθνικοφρόνων. Σε μια μάχη σκοτώνεται ο Θεόδωρος, οδύνη και στεναγμοί και αγιάτρευτος ο πόνος στην οικογένεια του Χρήστου Γκούμα και φυσικά στον ίδιο. Κάποτε τελείωσε και ο επάρατος εμφύλιος, και ο Χρήστος επέστρεψε στο σπίτι του και εργάστηκε ως υπεύθυνος στις αναδασώσεις που έγιναν στην Κομοτηνή. Εκεί γνώρισε τον έφεδρο Αξιωματικό, Ευστάθιο Κατσίλλη από την Καρδάμαινα της Κω, τον μετέπειτα κουνιάδο του. Ο Ε. Κατσίλλης, προξένεψε ως γαμπρό για την αδερφή του, Κυριακούλλα, το Χρήστο, τον οποίο έπεισε να έρθει στην Κω, όπου και παντρεύτηκε. λόγω της μεγάλης φτώχειας, όμως, που μάστιζε την πατρίδα μας, ο Χρήστος πήγε μετανάστης στο Βέλγιο την περίοδο 1955-1960 και εργάστηκε στα ορυχεία ως ανθρακωρύχος. Εν συνεχεία, το χρονικό διάστημα 1960-1964 πέρασε στη Γερμανία, όπου δούλευε ως εργάτης σε εργοστάσιο χαλυβουργίας. Εκεί είχε εργατικό ατύχημα, το οποίο του προκάλεσε αιμάτωμα στον εγκέφαλο και έκτοτε υπέφερε συχνά από πονοκεφάλους και ζαλάδες. Με το δρεπάνι του που είχε φέρει από την Κομοτηνή, δούλεψε κάποια χρόνια στα χωράφια της Καρδάμαινας, μέχρι που σταμάτησε να εργάζεται λόγω υγείας.
Στις 26 Δεκεμβρίου 1986, σε ηλικία 65 ετών, έφυγε από τη ζωή αφήνοντας πίσω τη σύζυγό του και τα δυο του παιδιά, Γιάννη και Θεόδωρο.
Την παραπάνω ιστορία μου την διηγήθηκε ο μοναδικός εν ζωή από την οικογένειά του στην Καρδάμαινα, ο γιος του, Γιάννης Γκούμας, όταν τα περσινά Χριστούγεννα, με αφορμή την επίσκεψή μου στην Κομοτηνή, θυμήθηκα ότι ο πατέρας του Γιάννη, δηλαδή ο Χρήστος Γκούμας, καταγόταν από την Κομοτηνή. Ρώτησα λοιπόν το Γιάννη και έτσι γνώρισα την περιπετειώδη και ενδιαφέρουσα ιστορική διαδρομή του πατέρα του. Ξέρω ότι ο Γιάννης από σεμνότητα δεν επεδίωξε ποτέ να καυχηθεί για τον πατέρα του και τη μεγάλη του προσφορά προς την πατρίδα. Ο Χρήστος Γκούμας, λοιπόν, είναι ένας από τους χιλιάδες ανώνυμους ήρωες της μικρής γλυκιάς μας πατρίδας, την οποία υπερασπίστηκε στο ακέραιο, όταν κλήθηκε στα όπλα. Είναι ένας από εκείνους που δεν ζήτησε τίποτα για τον εαυτό του ή τους οικείους του από την πολιτεία κι ας μην τον νοιάστηκε ποτέ εκείνη…
Το κείμενο αυτό, επ ’ευκαιρία της εθνικής επετείου της 28ης Οκτωβρίου 1940, αφιερώνεται ως μνημόσυνο στο Χρήστο Γκούμα και όλους εκείνους που έδωσαν τη ζωή τους και το αίμα τους προς την ελευθερία και τη δημοκρατία στην Ελλάδα. Για να θυμούνται οι παλαιότεροι και να μαθαίνουν οι νεότεροι. Με την υπόσχεση ότι αν η πατρίδα κινδυνέψει, θα φανούμε αντάξιοι εκείνων!
Ζήτω η 28η Οκτωβρίου 1940. Χρόνια πολλά, Ελλάδα μας!
Νίκος Π. Ιερομνήμων