Δεν θα επιβληθεί τέλος τουριστικής ανάπτυξης από το Δήμο Κω – “Μπλόκο” από την ΑΔΑ

Δεν θα επιβληθεί τέλος τουριστικής ανάπτυξης από το Δήμο Κω – “Μπλόκο” από την ΑΔΑ
Με απόφαση, που εξέδωσε ο γενικός γραμματέας της Αποκεντρωμένης Διοίκησης Αιγαίου κ. Νίκος Θεοδωρίδης,
έγινε δεκτή η ειδική διοικητική προσφυγή του Εμποροβιομηχανικού Επιμελητηρίου Δωδεκανήσου, του Εμπορικού Συλλόγου Κω με την επωνυμία «Ερμής» και των κκ Στέργου Γιαλλίζη, Πασχάλη Βρακίδη και Δημητρίου Σαράντη κατά της υπ’αριθμ. 408/2015 απόφασης του δημοτικού συμβουλίου Κω, με την οποία καθορίζεται ανταποδοτικό τέλος τουριστικής ανάπτυξης Δήμου Κω, για το έτος 2016.
Σύμφωνα με την απόφαση του κ. Θεοδωρίδη, ο φόρος συνιστά παροχή του ιδιώτη στο Δημόσιο, που δεν συνδέεται με αντίστοιχη ειδική αντιπαροχή από πλευράς του τελευταίου. Η φορολογία δηλαδή αποσκοπεί στην κάλυψη των δημοσίων δαπανών στο σύνολό της. Την ειδοποιό διαφορά μεταξύ του φόρου και του ανταποδοτικού τέλους συνιστά η ύπαρξη ειδικής αντιπαροχής.

Το   τέλος   καταβάλλεται   δηλαδή   από   τον   πολίτη   σε   αντάλλαγμα   της   ιδιαίτερης χρησιμοποίησης δημοσίου ορισμένου έργου ή υπηρεσίας.
Σύμφωνα με αποφάσεις του ΣτΕ το ανταποδοτικό τέλος είναι οικονομικό βάρος που καταβάλλεται από τον πολίτη που επιδιώκει να απολαύσει συγκεκριμένη και ειδική αντιπαροχή εκ μέρους του Κράτους.
Το ανταποδοτικό τέλος διέπεται κατά βάση από τους κανόνες της αντιστοιχίας μεταξύ παροχής και αντιπαροχής και της ελεύθερης αποδοχής ή χρησιμοποίησης της παροχής από το χρήστη. Λόγω του δημόσιου χαρακτήρα της ειδικής αντιπαροχής (π.χ. δημόσια υγεία, περίπτωση δημοσίου τέλους απορριμμάτων) η υποχρέωση καταβολής του ανταποδοτικού τέλους δεν προϋποθέτει κατ’ ανάγκη την πραγματική χρησιμοποίηση της δημόσιας υπηρεσίας στη συγκεκριμένη περίπτωση, αλλά αρκεί απλώς η δυνατότητα (ετοιμότητα) παροχής της υπηρεσίας.

Ουσιώδες στοιχείο ανταποδοτικού τέλους είναι η ύπαρξη αναλογίας μεταξύ της παροχής του πολίτη και της ειδικής αντιπαροχής. Το ύψος δηλαδή του τέλους πρέπει να είναι ανάλογο της προσφερόμενης υπηρεσίας ενώ το ύψος του φόρου, σύμφωνα με το άρθρο 4 παρ.5 του Συντάγματος είναι ανάλογο της φοροδοτικής του ικανότητας. Η διαφοροποίηση αυτή είναι εύλογη καθόσον σε αντίθεση προς το φόρο που συνιστά «βάρος γενικού οφέλους», το ανταποδοτικό τέλος συνιστά «βάρος ειδικού οφέλους» στο οποίο είναι εφαρμοστέα η θεωρία του ανταλλάγματος.

Κρίθηκε ότι το επίδικο τέλος επιβλήθηκε με αυτήν κατ’ εφαρμογή της διατάξεως της παραγράφου 14 του άρθρου 25 του Ν. 1828/1989 (Α’ 2), κατά την οποία «Με απόφαση του δημοτικού ή κοινοτικού συμβουλίου μπορεί να επιβάλλονται τέλη ή εισφορές για υπηρεσίες ή τοπικά έργα της περιοχής τους, που συμβάλλουν στη βελτίωση της ποιότητας ζωής, στην ανάπτυξη της περιοχής και στην καλύτερη εξυπηρέτηση των πολιτών. Τα τέλη αυτά ή οι εισφορές αυτές έχουν ανταποδοτικό χαρακτήρα. Το ύψος των τελών ή εισφορών, οι υπόχρεοι στην καταβολή τους και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια ορίζονται με την ίδια απόφαση του δημοτικού ή κοινοτικού συμβουλίου».
Σύμφωνα με την αριθμ. 408/2015 απόφαση του δημοτικού συμβουλίου Κω τα έργα, για τη χρηματοδότηση των οποίων επιβάλλεται το επίδικο τέλος, ανεξάρτητα από τις ανάγκες που υπαγόρευσαν την εκτέλεση τους, ωφελούν, πάντως, από τη φύση τους, αόριστο κύκλο προσώπων και όχι ειδικώς τις βαρυνόμενες με το τέλος κατηγορίες υπόχρεων στις οποίες ανήκουν οι προσφεύγοντες.

Με το δεδομένο αυτό, το επίδικο τέλος, αφού δεν αντικρίζει ειδική αντιπαροχή προς τους εν λόγω βαρυνόμενους με αυτό, δεν έχει ανταποδοτικό γι’ αυτούς χαρακτήρα και, συνεπώς,  η προσβαλλόμενη απόφαση, δεν βρίσκει έρεισμα στην προμνημονευθείσα εξουσιοδοτική διάταξη του άρθρου 25 παρ. 14 του Ν. 1828/1989, την αναφερόμενη στην επιβολή ανταποδοτικών βαρών.

Η υπ’ αριθμ. 408/2015 απόφαση του δημοτικού συμβουλίου Κω περιέχει απλώς ένα πίνακα 9 έργων, όπου αναφέρει ότι θα χρηματοδοτηθούν από την επιβολή του τέλους το έτος 2016, χωρίς να γίνεται σαφής αναφορά στον προϋπολογισμό του κάθε έργου, στις μελέτες και στο αν τα συγκεκριμένα έργα έχουν περιληφθεί στον προϋπολογισμό έτους 2016 και στο πρόγραμμα εκτελεστέων έργων έτους 2016.

Κρίθηκε επομένως ότι εκλείπει σαφής, ειδική και επαρκής αιτιολογία στην προσβαλλόμενη απόφαση και ούτε προκύπτει από το σώμα αυτής αλλά ούτε και από τα στοιχεία του φακέλου της υπόθεσης.dimokratiki.gr
ADVERTORIALS